ἀσήμους

ἀσήμους
ἄσημος
without mark
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • INFORMIS — Lapis, pro Numine Arabibus olim fuit, Arnob. adv. Gentes l. 6. ridetis temporibus priscis Persas fluvium coluisse informem Arabas lapidem et Cuiusmodi lapides ἀσήμους, vocat Dio Chrysostom. Serm. 12. Ω῞ςε πολλοὶ τῶ βαρβάρων περία τε καὶ ἀπορία… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • незнаменитыи — (2*) пр. Неотмеченный: неч(с)тивыхъ обличе(н)˫а. и боренье... злозаконьны˫а разорѧ˫а. i пастушство мужа ѿ него же разбогатѣ множа˫а незнамениты(х) овець. паче притѧжавъ знамениты˫а. (ἀσήμων) ГБ XIV, 173г; || неизвестный: и ѹч҃нкъ избира˫а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANTEMNAE — sive, ut quidam habent auctores, Antemna, Sabinorum urbs, cis Anienem, a Latinis condita, ac denominata, si varroni credimus, l. 4. de L. L. Oppidum, inquit, Interamna dictum, quod inter amnes est constitutum; item Antemnae, quod ante amnem. Idem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PROBO (in) et aspero solvere — in PROBO et aspero solvere apud Senecam, Ep. 19. est in proba et bonae notae moneta solvere. Latini enim nummum probum et asperum vocant, pecuniam probe et exprese signatam, quam Graeci ἀργόριον δόκιμον et ἐπίσημον dicunt. Quemadmodum contra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δυσγενής — δυσγενής, ές (Α) 1. αυτός που κατάγεται από άσημους γονείς («πέφυκα δυσγενής», Ευρ.) 2. ποταπός, χαμερπής («δυσγενὴς ὤν τῷ τρόπῳ», Επίχαρμος) …   Dictionary of Greek

  • Γόρδιος, Αναστάσιος — (Βρανιανά Αγράφων 1654 – 1729).Συγγραφέας και διδάσκαλος του Γένους. Ήταν ο πιο δημοφιλής μαθητής του Ευγένιου Γιαννούλη, με τη βοήθεια του οποίου ο Γ. συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα και αργότερα στην Πάντοβα της Ιταλίας, όπου σπούδασε… …   Dictionary of Greek

  • Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… …   Dictionary of Greek

  • επισκιάζω — επισκίασα, επισκιάστηκα, επισκιασμένος, μτβ. 1. ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι, σκιάζω κάτι, καλύπτω με σκιά. 2. μτφ., με την υπεροχή μου (με τη λάμψη της αξίας μου) αφανίζω άλλους, τους κάνω άσημους: Η προσωπικότητα του Ε. Βενιζέλου επισκίασε εκείνη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”